- εξυγιαντικός
- η , ό[ν] оздоровительный;
εξυγιαντικά μέτρα — оздоровительные мероприятия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξυγιαντικά μέτρα — оздоровительные мероприятия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξυγιαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξυγίανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εξυγιαντικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξυγίανση, που συντελεί σ αυτή: Εξυγιαντικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)